τετραβρωμ(ο)αιθυλένιο

τετραβρωμ(ο)αιθυλένιο
το, Ν χημ. άκυκλη οργανική ένωση, άχρωμο κρυσταλλικό στερεό, που αποτελεί τετραβρωμιωμένο παράγωγο τού αιθυλενίου, παρασκευάζεται κατά την επίδραση βρωμίου στο διβρωμοακετυλένιο και χρησιμοποιείται σε οργανικές συνθέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetrabromoethylene < τετρ(α)-* + βρώμιο + αιθυλένιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”